διαχωριστής

διαχωριστής
διαχωριστής
separator
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαχωριστής — ο (Μ διαχωριστής) αυτός που διαχωρίζει νεοελλ. πλάκα κυψέλης μελισσών, από ξύλο, λευκοσίδηρο ή χαρτόνι …   Dictionary of Greek

  • αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… …   Dictionary of Greek

  • κάλοντρο — Ηλεκτρομαγνητικός διαχωριστής ισοτόπων, που βασίζεται στην αρχή του φασματογράφου μαζών. Ένας φασματογράφος μάζας δίνει τη δυνατότητα να υπολογιστεί ο λόγος φορτίου μάζας ενός ιόντος, με βάση τη διαδοχική επίδραση ενός ηλεκτρικού και ενός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”